Για και χαρά σας ξακουσμένοι αφεντάδες
που με καλέσατε στ`ωραίο αρχοντικό σας
τρώτε και πίνετε εσείς με τις κυράδες
κι εγώ να παίζω και να γλυκοτραγουδώ σας.
Σ`ένα καιρό αλαργινό παραμυθένιο
μέσα στης ερήμου τη στέρφα την αγκάλη
μια χώρα έπλεε σκαρί μαλαματένιο
γεμάτη πλούτη κι ομορφιές που φέρνουν ζάλη.
Κόκκινη κλωστή κλωσμένη στην ανέμη τυλιγμένη
δώσε κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν`αρχινίσει.
Πολλοί και πλούσιοι αρχόντοι κατοικούσαν
σαν τ`αγκαθόφυλλα όπου φοράει ο κάκτος
κι εμπότοι υφάσματα ακριβά τους επουλούσαν
και στο σινάφι ξακουστός ήταν ο Βάτος.
Τόπια μυριόχρωμα και με περίσσιο κάλος
μεταψωτά που`χε καλοχεροδουλέψει
σαν τον κυρ`Βάτο στη δουλειά δεν ήταν άλλος
μα ποιος να το`λεγε πως κάποιος θα τον κλέψει.
Κόκκινη κλωστή...
Κάποιαν αυγή που ο ήλιος πρόβαινε αγάλι
ξυπνάει ο έμπορος απ`το βαθύ του ονείρι
το μαγαζί βρήκε αδειανό και του`ρθε ζάλη
μόνο τα ράφια αφήσανε του κακομοίρη.
Κι επροσευχήθη στο Θεό να τον εκάνει
κοντό και άσχημο δεντρί απ`τον καημό του
και σαν περνάς κοντά απ`το φόρεμα σε πιάνει
κοιτάει αν είναι από ύφασμα δικό του.
Κόκκινη κλωστή...
Δώσε κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν`αρχινίσει
αργαλειέ, χρυσά μου χτένια και κλωστή μαλαματένια
δώσε κλώτσο να γυρίσει παραμύθι ν`αρχινίσει
αργαλειέ μου χρυσοχέρη τι να απόγινες ποιος ξέρει.