Μια μικρή, μικρή χωριατοπούλα,
μια μικρή χωριατοπούλα με σγουρά, ξανθά μαλλιά,
με δυο μάτια μυγδαλάτα και στο μάγουλο ελιά.
Ήτανε, ήτανε στο παραθύρι,
ήτανε στο παραθύρι με χαμόγελο γλυκό
και χαρούμενη με νάζι πότιζε βασιλικό.
Κι όπως εκοίταζε τ’ αστέρια
κι όπως κοίταζε τ’ αστέρια μια μαγευτική βραδιά,
πέρασ’ ένας νιος λεβέντης και της πήρε την καρδιά.
Κι από τότε μαραζώνει
κι από τότε μαραζώνει μ’ έναν πόθο μυστικό
και με δάκρυα ποτίζει τώρα το βασιλικό.