Καμένο το φιτίλι στο καντήλι,
παράπονο στα μάτια του παιδιού.
Χαθήκαν και ξεχάστηκαν οι φίλοι
και ράγισε η καρδιά του φεγγαριού.
Ντουνιά πικρέ, γιατί μωρέ,
γιατί τα κυνηγάς τα περιστέρια;
Ντουνιά πικρέ, γιατί μωρέ,
γιατί μ’ αφήνεις μ’ αδειανά τα χέρια;
Περίσσεμα ο καημός μες στο δισάκι,
δοσμένο το κρασί στο καπηλειό.
Ξεκούρδιστη η λατέρνα στο σοκάκι,
κρύα ψιλοβροχή στο δειλινό.
Ντουνιά πικρέ, γιατί μωρέ,
γιατί τα κυνηγάς τα περιστέρια;
Ντουνιά πικρέ, γιατί μωρέ,
γιατί μ’ αφήνεις μ’ αδειανά τα χέρια;