Ψαραντώνης - Ηράκλειτος Lyrics

Αρνήθηκε τ’ αξίωμα και την κληρονομιά του
για κάποιους ήτανε σοφός για τους πολλούς τρελός
ταξίδια δεν του άρεσαν, ήθελε τη γωνιά του
στο τζάκι να στοχάζεται τον κόσμο σιωπηλός.
Τα κόμματα σιχαίνονταν και τη δημοκρατία
τη μοναρχία των Περσών ακόμα πιο πολύ
κι ακόμη περισσότερο την αριστοκρατία
κι ας έσερνε απ’ του βασιλιά του Κόδρου τη φυλή.
Καθόλου δεν τον ένοιαξε σαν του 'παν πως την πόλη
τηνε περικυκλώσανε τα στίφη των Περσών
αφού σαν και προτύτερα εδιασκεδάζαν όλοι
υπό το φως ανίερων κι ακόλαστων πυρσών.
Τα τρόφιμα σωθήκανε στης πόλης το κελάρι
και τότε τον καλέσανε μια γνώμη να τους πει
κι αυτός στα πλήθη ανάμεσα έφαγε ωμό κριθάρι
και όπως ήρθε έφυγε μέσα στη σιωπή.
Κι αλήθεια ως εκ θαύματος έφυγαν άρον άρον
τα περσικά στρατεύματα στο φως του φεγγαριού
κοίτα που είναι ανίσχυρα τα όπλα των βαρβάρων
μπρος στην αρχαία δύναμη μιας χούφτας κριθαριού.
Και όταν του ζητήσανε να τους θεσπίσει νόμους
την πλάτη του τους γύρισε με πέτρινη καρδιά
τ’ άρεσε περισσότερο να τριγυρνά στους δρόμους
να παίζει κότσια σαν παιδί μ’ άλλα μικρά παιδιά.
Στης κοπριάς ξεψύχησε το βρωμερό κοιτώνα
το σώμα του το φάγανε τ’ αδέσποτα σκυλιά
κείνα που θα ξεσκίσουνε το πτώμα του αιώνα
να βγει ο νέος άνθρωπος απ’ τη σαπιοκοιλιά.
This lyrics has been read 153 times.