Όταν βρεθώ στις μαύρες μου
και πάω να φρικάρω,
μες στο μπαράκι της γωνιάς
τον κόσμο τον τουμπάρω.
Πυροβατώ μ’ ένα ποτό,
στη μοίρα πάω κόντρα.
Μα συ, ρε μπάρμαν, μου τη σπας,
ουίσκι βάζεις μπόμπα.
Μ’ ένα ποτήρι φτιάχνομαι,
αρχίζω και γελάω,
και στο στραπάτσο της μικρής
για λίγο το ξεχνάω.
Πυροβατώ μ’ ένα ποτό,
στη μοίρα πάω κόντρα.
Μα συ, ρε μπάρμαν, μου τη σπας,
ουίσκι βάζεις μπόμπα.