Στα χείλη φύσηξε η νοτιά κι άφησε ένα χάδι
και κάνω ξόρκι του βοριά, απόψε να μη `ρθει,
που τ’ άστρα χαμηλώσανε στης νύχτας το σκοτάδι
κι ανοίχτηκαν τα όνειρα σε πέλαγο βαθύ.
Σαν τα καράβια που γυρνούν και τ’ άρμενα που φεύγουν,
χτενίζοντας της θάλασσας τ’ αφρόλουστα μαλλιά,
οι αγάπες ρίχνουν άγκυρα για λίγο, και μισεύγουν,
γι’ αυτό απόψε πάρε με, με χάδια και φιλιά.
Κι αν λες, καρδιά μου, η μοναξιά πως έσταξε φαρμάκι,
στο άνυδρο το χώμα σου και πόνεσες βαθιά,
μια νύχτα του καλοκαιριού σ’ αγάπησαν λιγάκι,
κι ανθίσαν στο ξημέρωμα της νιότης τα κλαδιά.
Σαν τα καράβια που γυρνούν και τ’ άρμενα που φεύγουν,
αφήνοντας στ’ απόνερα πυρόξανθη σκουριά,
οι αγάπες ρίχνουν άγκυρα για λίγο, και μισεύγουν,
γι’ αυτό απόψε πάρε με, κι ας φύγεις μακριά.