Έτσι περνούσα τυχαία και σου χτύπησα μικρό μου
μου ανοίγεις και φοράς τη μάσκα του τρόμου.
Τι θες εδώ τώρα εσύ, μου σηκώνεις το φρύδι
παίζεις με φύλλα κλειστά ένα ύπουλο παιχνίδι.
Σαν χαστούκι μου σκας ένα βλέμμα
το μαχαίρι σου πετάς, μου πάγωσε το αίμα.
Σαν σκυλί ζαλισμένο στης λεωφόρου τα φώτα
σαν ζητιάνος που του 'κλεισαν στα μούτρα την πόρτα.
Σαν Γαλάτης που του ήρθε ο ουρανός στο κεφάλι
ούτε που σε νοιάζει αν γυρίζω στο κακό μου το χάλι.
Ένα καμένο χαρτί, μωρό μου
πετάμενο στη λάσπη του δρόμου.
Ένα καμένο χαρτί, μια σκισμένη σελίδα
με γλεντάς, με πετάς και τελειώνει η παρτίδα
και γελάει η κερκίδα, ένα καμένο χαρτί.
Όλοι στραβά με κοιτούν, όλοι με κουβεντιάζουν
όλο για σένα με ρωτούν και φιτίλια μου βάζουν.
Είπα να κρατήσω χαρακτήρα μα από τα ρούχα μου βγήκα
είπα να αράξω για μια μπύρα κι ήπια μπροστά μου ότι βρήκα.
Και στο τελευταίο ποτηράκι
άσπρο πάτο το δικό σου φαρμάκι.
Ένα καμένο χαρτί, μια σκισμένη σελίδα
με γλεντάς, με πετάς και τελειώνει η παρτίδα
δεν σε ξέρω, δε σε είδα και γελάει η κερκίδα.
Ένα καμένο χαρτί, μια σκισμένη σελίδα
με γλεντάς, με πετάς και τελειώνει η παρτίδα
και γελάει η κερκίδα, ένα καμένο χαρτί.