Ψυχές μαραγκιασμένες σαν σφουγγάρια
ρουφάνε λίγον ήλιο απ’ το κρασί
κι αζήτητες σ’ απόμερα πατάρια
διψάνε για μια στάλα θαλασσί.
Στους τοίχους της ταβέρνας τα καράβια
που χάραξε ένα χέρι απλοϊκό.
Γιατί να καταντήσουμε ρημάδια;
Δε μάθαμε ποτέ το μυστικό.
Τα δάχτυλα να σφίγγουν το ποτήρι
παινέματα και λόγια λιγοστά.
Χριστέ μου, κάνε απόψε ένα χατίρι
κι οι τελευταίοι νά ’ρθουν πιο μπροστά.