Περπάτησα δρόμους πολλούς, γνώρισα τόπους φιλντισένιους
Απάτητους πολιτισμούς πάνω σε βράχους λαξευμένους.
Θάλασσες βρήκα ονειρικές απ’ όπου ανάβλυζαν νεράιδες
Κι εκατομμύρια φωνές κάναν τις πιο γλυκές καντάδες.
Κι αν γύρεψα το σ’ αγαπώ κι αν με παρέσυρε το αγιάζι
Σ’ αυτό τον κόσμο το γλυφό δε βρήκα κάτι να σου μοιάζει.
Πεθύμησα τις Κυριακές που στα τραγούδια μου κοιμόσουν
Πόσες ηλιόλουστες βροχές στέγνωνε το αναφιλητό σου.
Όσες φορές κι αν μου αρνηθείς αυτή την τελευταία χάρη
Θα περιμένω να φανείς να σου κεράσω το φεγγάρι.
Ανθρώπους βρήκα βιαστικούς μα δε γνωρίζαν που πηγαίνουν
Θαμώνες και περαστικούς μια αγκαλιά να ζητιανεύουν
Παιδιά με ατσάλινες ψυχές να σου ζητάν τη λύτρωση τους
Γυναίκες σε κρυφές μεριές να παζαρεύουν το κορμί τους.
Και λίγο πριν εξαϋλωθώ στου κόσμου την οφθαλμαπάτη
Σαν ανοιξιάτικο πρωινό μου χάρισες ένα σου δάκρυ.
Πεθύμησα τις Κυριακές που στα τραγούδια μου κοιμόσουν
Πόσες ηλιόλουστες βροχές στέγνωνε το αναφιλητό σου.
Όσες φορές κι αν μου αρνηθείς αυτή την τελευταία χάρη
Θα περιμένω να φανείς να σου κεράσω το φεγγάρι.