Φορώ το μαγικό σκουφί που αόρατο με κάνει
γλιστρώ απ’ το σεντονάκι της να φύγω στα κρυφά
Σκοτάδι είναι, παγωνιά. Στα σπίτια όλοι κοιμούνται
μ’ από τις γρύλιες όνειρα βγαίνουν και συναντιούνται
Την πόλη αφήνω πίσω μου άγρυπνος και ξαναμμένος
Απ’ το γεφύρι του Ξηριά περνώ αλλοπαρμένος
και φτάνω πάνω στο βουνό, ψηλά στο Γκουνταμάνι
ομίχλη έχει, νότισαν τα γένια του Μπαμπάνη
Με καλοδέχθη το βουνό, μου φτιάχνει προσκεφάλι
με κάπαρη, με ρίγανη, με μέντα και θυμάρι
Παρακαλεί και τ’ άγρια, που χάρη του χρωστάνε
να μου κρατήσουν συντροφιά και να παραφυλάνε
Πουλιά της νύχτας τραγουδάν για να με νανουρίσουν
και τη ψυχή που ανοίγεται στον ύπνο να κερδίσουν
Και βλέπω όνειρα τρελά και τον ληστή Μπαμπάνη
να τουφεκάει τον ουρανό, να κλαίει στο Γκουνταμάνι