Ρίχνω τα όνειρά μου στο συρτάρι,
πλένω το πρόσωπο να φύγει η ζάλη,
στρίβω το πόμολο κι ανοίγω βήμα,
Σάββατο βράδυ.
Γύρω μου πρόσωπα που `χουν πετρώσει,
τα μάτια σου θυμάμαι και ματώνω,
να με κοιτάζουν και να δραπετεύουν
μέσα στο χρόνο
Κι αυτή η πατρίδα είναι σαν τις άλλες,
μια σκουριασμένη κι άδεια μπαταρία
κι αυτοί που κάνουν ζόρικα κουμάντα,
μια συμμορία.
Αχ, ποιητές κρυμμένοι στα σκοτάδια
φοβάμαι τη φθορά σας να διαλέξω,
ηλεκτροσόκ γεμίζουν τα όνειρά μου,
πρέπει, πρέπει ν’ αντέξω,
ηλεκτροσόκ γεμίζουν τα όνειρά μου,
πρέπει, πρέπει ν’ αντέξω,
πρέπει ν’ αντέξω.