Μες από σύννεφα καπνού και σκόνης
μυθική μοτοπομπή γοργά ζυγώνει.
Φευγάτοι, ανεξερεύνητοι και μόνοι
ο άνεμος και η βροχή τους μαστιγώνει.
Σαν μακάβριο αστείο σε ρουλέτα ρωσική
σαν στιγμή της αλήθειας σε καρέκλα ηλεκτρική.
Σε ρεσάλτο θανάτου απ’ της πόλης τον βρόγχο
τον επιθανάτιο μεταλλικό της τον ρόγχο.
Έτοιμοι για το μοτοκρός του θανάτου
μονομάχοι στην παλαίστρα της ασφάλτου.
Στου ξυραφιού τη κόψη και του χάους ακροβάτες
στις προσευχές των γονιών τους γυρίσαν τις πλάτες.
Ιεροί αυτοκινητόδρομοι χιλιόμετρα απλωμένα
ιεροφάντες του δρόμου με φρένα καμένα.
Το όραμα του ταξιδιού τους στοίχειωσε για πάντα
γιατί αρνήθηκαν το χρησμό πριν φτάσουν τα τριάντα.