Στου Βουραικού την όχθη
σ’ αρχαίου λιθαριού την κόχη
έστησα μια παράγκα τον μπερντέ μου και μια λάμπα
μακριά απο την Αθήνα πλάι σ’ έλατα και σκίνα.
Του Βουραικού τα δέντρα
πράσινη ουράνια τέντα
απο κάτω την αράζω την ψυχή μου κουβεντιάζω
την αλήθεια μου ανταμώνω σαν ζυμάρι την ζυμώνω.
Τα πλατάνια αγκαλιάζω
με τους λύκους κουβεντιάζω
την σιωπή του ανέμου ακούω
σήμαντρο κινδύνου κρούω.
Του Βουραικού το τρένο
μια γκάζι μια φρένο
πα στου φαραγγιού την ράχη η ανηφόρα μοιάζει μάχη
Γολγοθάς που σε λιγώνει μα η ανάσταση ζυγώνει.
Του Βουραικού ο ήχος
του Ομήρου είναι στίχος
χρέη , δάνεια , σωτήρες οι καινούργιοι μου μνηστήρες
Λωτοφάγος δε θα γίνω , σάλπισμα πολέμου δίνω.
Στου Βουραικού τα χνάρια
της Άγιας Λαύρας τα κελάρια
των προγόνων φυσεκλίκια , τέχνες , μάρμαρα, καΐκια
ήρωες στο χώμα αράδα η δικιά μου η Ελλάδα.
This lyrics has been read 122 times.