Όλοι ξέρανε στ’ αλήθεια
δυο παιδιά σαν κυπαρίσσια που μαλώνανε.
Είχαν φλόγα μες στα στήθια
κι απ’ της γειτονιάς τα σπίτια καμαρώνανε.
Σε μια πόρτα χαμηλή
με τα γιασεμιά
και κρυφοκαμάρωνε
η ομορφονιά.
Και κοιτούσε τους λεβέντες
που βαριές ‘λέγαν κουβέντες και μαλώνανε.
Είχαν φλόγα μες στα στήθια
κι απ’ της γειτονιάς τα σπίτια καμαρώνανε.
Όλοι ξέρανε στ’ αλήθεια
δυο παιδιά σαν κυπαρίσσια που μαλώνανε.
Είχαν φλόγα μες στα στήθια
κι απ’ της γειτονιάς τα σπίτια καμαρώνανε.