Όλα τα μεσημέρια μας,
τα φωτεινά μας βράδια,
σαν έφυγες γεμίσανε
τα μάτια μου σκοτάδια.
Πώς μπόρεσες και ξέχασες
χειμώνες, καλοκαίρια
που δάκρυζαν από χαρά
στον ουρανό τ’ αστέρια;
Έπινες απ’ το χέρι μου
κρασί, νερό κι αγάπη,
τώρα τις νύχτες τριγυρνώ
χωρίς να κλείνω μάτι.
Πώς μπόρεσες και ξέχασες
χειμώνες, καλοκαίρια
που δάκρυζαν από χαρά
στον ουρανό τ’ αστέρια;