Τη μέρα η μοναξιά μου ένα τσαλακωμένο χαρτί
νικημένο, από εμένα και από τον ήλιο.
Θα κολλήσω και μια τσίχλα πάνω του
γιατί έτσι, γιατί μπορώ.
Πώς το βράδυ γίνεσαι σεντόνι
τσαλακωμένη μου θλίψη
πώς με κουκουλώνεις έτσι,
να μη βλέπω τίποτα παρά μόνο εσένα
μόνος με σκοτάδι εσένα.
Παιδί κάτω από το σεντόνι
έπαιζα την κοκκινοσκουφίτσα
και τον κακό λύκο.
Και ήσουν δάσος και ήσουν τέντα
και ήσουν σπίτι και λιβάδι και ουρανός.
Και ήσουν Χριστούγεννα
και πόδια χωρίς κάλτσες στον αέρα.
Και γαργαλητά
και ανέμελο λευκό που δεν ξανάρθε.
Πώς έπεσες έτσι πάνω μου βαρύ,
πιο βαρύ από το χρόνο,
πώς σκούρυνες έτσι, πες μου μοναξιά.
Πώς κρύβεσαι τη μέρα,
πώς σε διπλώνω μες στη χούφτα
πώς σε κάνω μια σταλιά
και πώς μου γιγαντώνεσαι τα βράδια.
Γίνε μια θάλασσα κάποτε σε παρακαλώ,
να σε διατάξω δε με παίρνει.
Γίνε μια θάλασσα, παρακαλώ
και βάλε μέσα τους φίλους που δεν βλέπω πια.
Πλάι σε βαρέλια με μπύρες
και μπουκάλια με κρασί
να επιπλέουν και να πίνουν
και να μεθούν και να αγκαλιάζονται.
Μία συνάντηση παλιών συμμαθητών,
παλιών συναισθημάτων,
παλιών γέλιων, παλιών στιγμών.
Γίνε, σε παρακαλώ,
το τελευταίο μπάνιο του Αυγούστου μου
εδώ, στην αρχή του μεγάλου φθινοπώρου.