Κοιτούσε δακρυσμένα αυτούς που χόρευαν.
Έβλεπε τα πρόσωπά τους να λάμπουν από “αγάπη”. Να τρέχουν “χαρούμενοι” και να αγκαλιάζονται μεταξύ τους.
Να γελάνε. Να φιλιούνται.
Έβλεπε να κάνουν δώρα ο ένας στον άλλον κρυμμένοι πίσω από τα ψεύτικα χαμόγελά τους. Μέσα στο δικό τους παρανοϊκό κόσμο.
Δεν μπορούσε να χαρεί μαζί τους.
Δεν μπορούσε.
Πάγωνε τη ματιά του.
Άδειαζε το βλέμμα του.
Κλειδωνόταν μες στο μυαλό του και πετούσε όσο πιο μακριά μπορούσε το κλειδί.
Αυτός ο Άνδρας, δεν άντεχε τόση ομορφιά.
Στο δρόμο…, στο δρόμο του βρέθηκε μια Γυναίκα.
Τη Γυναίκα αυτή την αγάπησε!
Την αγάπησε με πάθος! Τη λάτρεψε! Κι εκείνη…, κι εκείνη έδειχνε το ίδιο!
Φαινόταν μέσα στα μεγάλα της πράσινα μάτια!
Περνούσε ο καιρός. Περνούσαν όμορφα μαζί. Ήρεμα.
Τον Άνδρα αυτόν... κάτι τον απασχολούσε. Δεν το έδειχνε. Το έκρυβε καλά. Σκέπαζε τα λυπημένα μάτια του, με ένα πλατύ και όμορφο χαμόγελο.
Φαινόταν όμως…, σαν κάτι να περίμενε.
Σαν να περίμενε το τέλος του.
Σαν οι Άγγελοι να τον ετοίμαζαν για κάτι ξεχωριστώ, ή ακόμα...
κάποιοι δαίμονες να ήθελαν να παίξουν μαζί του. Να πάρουν κάποια εκδίκηση. Ποιος ξέρει;
Περνούσε ο καιρός. Ήθελε να φύγει.
Να αλλάξει τόπο. Να αλλάξει χρόνο.
Παράξενο όμως, γιατί…, όλα ήταν τόσο όμορφα!
Ο Άνδρας αυτός όμως έπρεπε να φύγει. Δεν μπορούσε να μείνει άλλο εδώ.
Αυτή η πόλη δε ήθελε να τον κρατήσει άλλο.
Θυμωμένα, χάραξε το πρόσωπό του ένα πρωινό και σαν κλέφτης έφυγε κρυφά, αφήνοντας πίσω του, δίπλα απ’ το παλιό κομοδίνο, ένα Γρίφο γραμμένο επάνω σ’ ένα μουτζουρωμένο από τις Στάχτες χαρτί.
....
-Παρακαλούνται όσοι επιβάτες ταξιδεύουν για το Κόκκινο Πηγάδι να προσέλθουν
στο Κουτί Αναχώρησης.
Δεν επιτρέπονται αποσκευές. Δεν επιτρέπεται οι επιβάτες να φορούν ενδύματα,
υποδήματα και να έχουν επάνω τους προσωπικά αντικείμενα.
Ο συρμός 13-36 αναχωρεί σε δεκαπέντε λεπτά.
Ανέβηκε στο τρένο και κοντοστάθηκε πίσω απ’ το θαμπωμένο από το κρύο παράθυρο.
Γυμνός.
Όπως κι όλοι οι άλλοι που ήταν εκεί μέσα.
Κοιτώντας έξω…, έψαχνε μέσα στον κόσμο μήπως και δει, έτσι τυχαία, για τελευταία φορά, τη φιγούρα που αγάπησε.
Να τη δει και να της πει ότι…, εδώ τελείωσε το παράξενο για `μένα αυτό έργο.
Η Αποστολή! Το Όνειρο!
Μα πώς όμως να ήταν δυνατόν αυτό; Κανείς δεν ήξερε τίποτα.
Σε κανέναν δεν είχε πει τίποτα.
Σε κανέναν δεν είχε πει ότι φεύγει.
Ήξερε ότι άδικα έψαχνε. Ότι…, άδικα προσπαθούσε να πάρει την τελευταία του ανάσα.
Η Γυναίκα…, η Γυναίκα έλυσε το Γρίφο.
Τον είδε!
Κι αυτός την είδε!
Έτρεχε να τον προλάβει. Έτρεχε, σκουπίζοντας στο δρόμο τα δάκρυά από τα μάτια της.
Του φώναζε κλαίγοντας με λυγμούς να γυρίσει πίσω.
Του φώναζε: “σ’ αγαπάω, μη φεύγεις, μην τ’ αφήνεις όλα να πάνε χαμένα.
Που πας; Που πας; Σ’ αγαπάάάωωωωω”.
Το τρένο είχε ήδη ξεκινήσει τη γνωστή γι’ αυτόν πορεία.
Εκείνος προσπάθησε να γράψει στο παράθυρο τ’ όνομά της.
Προσπάθησε να της γράψει:
“κι εγώ σ’ αγάπησα, κι εγώ σ’ αγαπώ”.
Να της γράψει ότι... τίποτα δεν άφησε να πάει χαμένο.
Μα δεν μπόρεσε.
Δεν είχε δάχτυλα στα χέρια του.
Δεν του είχαν μείνει άλλα δάχτυλα στα χέρια του.
Με το αίμα που έτρεχε από κάθε δάχτυλο που έκοβε, έγραφε τα λόγια που θα
διαβάσουν οι Eκλεκτοί για θα συνεχίσουν το “έργο”.