Νεκτάριος Θεοδώρου - Ο ποιητής με τα θλιμμένα μάτια Lyrics
Γελά όταν σωπαίνουν, οι φωνές των καιρών.
Τα μάτια του παλεύουν να ημερέψουν την κραυγή του.
Το χρώμα τους σαν χάνεται, ρωτάει το παρελθόν.
Κι απ’ την αρχή με λόγια ζωγραφίζει τη ζωή του.
Κοιτάει χαμένος για να βρει... τι λέρωσε την μέρα;
Τι ήταν αυτό που σκούριασε νωρίς την ομορφιά;
Ποιοι διάβολοι τον ξέρασαν, τον ρίξανε πιο πέρα;
Ποιος θάνατος του γέμισε με λύπη την καρδιά;
Ουρλιάζει, μα δεν τον ακούν που πνίγεται στο χώμα.
Με βάλσαμο στο χέρι του χαϊδεύει την πληγή.
Λίγα κεριά του μείνανε στο σώμα του ακόμα.
Με μια θηλιά στο πλάι του, ξυπνάει κάθε πρωί.
Ρωτούσε πάλι να του πουν: Τι σώθηκε απ’ το χρόνο;
Τι πρέπει να κρατήσει απ’ τη δική του τη σιωπή;
Μα τραγουδούσαν δυνατά, στις ομορφιάς τον πόνο.
Τα δυο θλιμμένα μάτια του χαμένου ποιητή!
Σαν πέρναγαν οι ώρες του, σταύρωνε την ψυχή του.
Και έβλεπε στο βάθος να μαυρίζει η αυγή.
-Σιώπα και χαμογέλασε, να λέει στον εαυτό του.
Και σκούπισε τα μάτια σου, δεν κάνει να φανεί!
Καθώς περνούσα από μπροστά, του έσφιξα το χέρι.
Αστεία τον αγκάλιασα για λίγο να χαρεί.
Μα επάνω μου καρφώθηκαν σαν να 'τανε μαχαίρι.
Τα δυο θλιμμένα μάτια του ευνούχου ποιητή.