Σε ψεύτικους Γραικύλους,
δεν έμαθα να προσκυνώ, να σκύβω το κεφάλι.
Κι αν με το διάολο αυτοί μιλούν και τραγουδούν,
εγώ είμαι από την άλλη.
Μου λένε : -Σκάσε, σου φτιάχνω φυλακή
κι ένα κελί για τα όνειρά σου.
Υπάρχει Έγκλημα, υπάρχει Ενοχή,
να μην τα θες όλα δικά σου.
Μου λεν’ : - Δεν πρέπει να μιλάς,
ούτε για αστείο να ρωτάς, πρέπει μονάχα να σωπαίνεις.
Να `χεις παρέα τη μοναξιά,
να μην κοιτάς, να μη γελάς και πληρωμή για ν’ ανασαίνεις.
Μα εγώ φυτεύω μουσικές που είναι περήφανα κακές,
σε δρόμο που `χει μπότες.
Κι όταν χαζεύω ουρανό, φωνάζω, λέω μόνο αυτό :
- Ανοίξτε τις πόρτες , θέλω να βγω,
θέλω να βγω..., πεθαίνω!
Μου λεν’ : - Συγγνώμη για όλο αυτό, μοιάζει το έργο πιο καλό,
όταν δεν πρέπει να ελπίζεις.
Στο πεζοδρόμιο, στη φωτιά και στο καθήκον για αγκαλιά,
μασκαρεμένος να σαπίζεις.
Παζαρεμένη η χαρά, μαζί με σκύλους του βορρά...
και χαρτζιλίκι ο θρόνος!
Να μοιάζει ο φόβος πιο μικρός, να μοιάζει ο θάνατος γλυκός
σαν να ΄ναι γέννας πόνος!
Μου λεν’ δεν πρέπει να μιλάω, ούτε για αστείο να ρωτάω,
πρέπει μονάχα να σωπαίνω.
Να `χω παρέα τη μοναξιά, να μην κοιτάω, να μη γελάω
και πληρωμή για ν’ ανασαίνω!
Κι εγώ φυτεύω μουσικές που είναι περήφανα κακές,
σε δρόμο που `χει μπότες.
Κι όσο χαζεύω ουρανό, φωνάζω, λέω μόνο αυτό :
- Ανοίξτε τις πόρτες, θέλω να βγω, θέλω να βγω,
Ανοίξτε τις πόρτες !