Θυμάμαι σαν να 'τανε χτες
το πρώτο φιλί μς, τ’ αγνό,
χαθήκαμε μέσ’ στις μυρτιές
εκείνο το μωβ δειλινό.
Κι ακούγαμε μια μελωδία
από ένα πιάνο, μακριά,
ένα κομμάτι μαγεία
που δε θα μου φύγει απ’ τ’ αυτιά,
τι κι αν χρόνια πάνε πολλά.
Παράμ, παράμ, παράμ, έτσι ήταν οι νότες αυτές,
παράμ, παράμ, παράμ, τις θυμάμαι σαν να 'τανε χτες,
παράμ, παράμ, παράμ, μου θυμίζουν το μωβ δειλινό
το φιλί μας τ’ αγνό μέσα στις μυρτιές, το πιάνο το μακρινό.
Καλά, η αγάπη αυτή
μου χάρισε πίκρες πολλές,
δε θα 'πρεπε να 'χει χαθεί
μαζί μ’ αναμνήσεις κακές,
Μα υπάρχει αυτή η μελωδία
που τώρα έχει γίνει βραχνάς,
δεμένη με μια τραγωδία
που όσο κι αν θες, δεν ξεχνάς,
σαν να την έφτιαξε ο σατανάς.
Παράμ, παράμ, παράμ, κάθε νότα και μια μαχαιριά,
παράμ, παράμ, παράμ, κάθε νότα και μία πληγή,
παράμ, παράμ, παράμ, απιστία, απάτη, ψευτιά,
ένα δράμα ντυμμένο με μουσική που μου βασανίζει τ’ αυτιά.
Δε γλιτώνω απ’ τις νότες αυτές,
νότες βάρβαρες, τυραννικές,
σαν ν’ ακούς εκατό μουσικούς
να σου παίζουνε ήχους παρανοϊκούς
και να πρέπει, να πρέπει ν’ ακούς.