Μέσ’ την απάνω γειτονιά,
(πως δε ραγίζουνε τα βουνά),
στην παρακάτω ρούγα, για (ι)δές,
κλαράκια μην ανθίστε ποτές.
Μια χήρα έχει όμορφον υγιό,
(έβγα στ’ αγνάντιο για να σε (ι)δώ),
όμορφο παλληκάρι, για (ι)δές,
κλαράκια μην ανθίστε ποτές.
Τονε ζηλεύει η γειτονιά
(τρέμουν ραγίζουν τα βουνά),
τον αγαπάει και η ρούγα, για (ι)δές,
κλαράκια μην ανθίστε ποτές.
Τον αγαπάει και η μάνα του,
(τρομάρα το και λαχτάρα του),
άντρα για να τον κάνει, για (ι)δές,
κάμποι μη λελουδίστε ποτές.
Σώπα ρε μάνα μην το λες
Αυτό δε γίνεται ποτές.