Ο αγέρας στα παράθυρα της πόλης τραγουδάει
το κρύο έπιασε χοντρό στις λάμπες περπατάει
κάτι φαίνεται μακριά στου δρόμου την αρχή
που τρεμοσβήνει σαν πυγολαμπίδα στη βροχή
Μάνα τις βαλίτσες μου πού έκρυβες καιρό
κατέβασέ τες δωσ’ τες μου δεν κάθομαι εδώ
μη με ρωτάς πού πάω δε θα ξέρω να σου πω
με γράμματα και κάρτες θα μαθαίνεις ότι ζω
Είμαστε όλοι εδώ στην τρελή βραδιά
και η βάρκα μας σκίζει τα νερά
μα το μόνο που θέλω και ζητώ να δω
τα χαμόγελα του ήλιου και της χώρας μου το φως
Σε μια βδομάδα θα `μαι πια σε τόπους μακρινούς
μέσα στους κήπους του Βαν Γκογκ που ανάβουνε πυρσούς
μπορεί στην πόλη της Οξφόρδης που μυρίζει χθες
με δυο βαρέλια μπίρα στου Μονάχου τις γιορτές
Μια πολκα με τους Ρώσους στης Μονμάρτης τα στενά
από γέφυρες να βλέπω του νερού τα μυστικά
πάνω σε ντόκους οι τσιγγάνοι ξυπνάνε τα βιολιά
κι ανοίγουν χιονισμένα τα βλέφαρα του μπαρ
Είμαστε όλοι εδώ στην τρελή βραδιά
και η βάρκα μας σκίζει τα νερά
μα το μόνο που θέλω και ζητώ να δω
τα χαμόγελα του ήλιου και της χώρας μου το φως
Το μέλι απ’ τα μάτια της στάζει πάνω στο μπαρ
πανέμορφη τη βλέπω κι ας μην έχω ξαστεριά
ακόμα δυο ποτήρια αχ και θ’ αρχίσει να γελά
και θα βαρυγκομάει κάποιου άντρα τη χαρά
Κι όπως θα ψάχνει κάποιο βλέμμα μπορεί και να με δει
στη βάρκα μας επάνω να ζητάω επιστροφή
θε έρθει λίγο πιο κοντά μου κι εγώ σ’ αυτή
και έτσι αγκαλιασμένοι θα βουλιάξουμε μαζί
Είμαστε όλοι εδώ στην τρελή βραδιά
και η βάρκα μας σκίζει τα νερά
μα το μόνο που θέλω και ζητώ να δω
τα χαμόγελα του ήλιου και της χώρας μου το φως