Πήρα φως απ’ το χειμώνα για να βρω τη χελιδόνα
που όλο φεύγει και γυρίζει μόνη,
βρήκα άδεια τη φωλιά της, το χτενάκι απ’ τα μαλλιά της,
το λευκό, μεταξωτό σεντόνι.
Στις παλιές σκοπιές, στον έρημο στρατώνα
θα σε βρω σαν άστρο και σαν ανεμώνα,
τα παιδιά θα μείνουν πάλι απόψε μόνα
μες στην ερημιά μας,
ποια `ναι ξένη πια και ποια `ναι η πατρίδα,
άνοιξη θα `ρθει από την καταιγίδα,
η αγάπη βγαίνει σαν πυγολαμπίδα
μες στα όνειρά μας.
Με μελάνι και βελόνα σκάλισα μια χελιδόνα
πάνω στου καλοκαιριού το χέρι,
και στο ένα το φτερό της κρέμασα το φυλαχτό της
κι ένα αγέρι να την ξαναφέρει.
Στις παλιές σκοπιές, στον έρημο στρατώνα
θα σε βρω σαν άστρο και σαν ανεμώνα,
τα παιδιά θα μείνουν πάλι απόψε μόνα
μες στην ερημιά μας,
ποια `ναι ξένη πια και ποια `ναι η πατρίδα,
άνοιξη θα `ρθει από την καταιγίδα,
η αγάπη βγαίνει σαν πυγολαμπίδα
μες στα όνειρά μας.