Με τις πιτζάμες τις ριγέ
μπροστά στην γκρίζα οθόνη
κι ένα βαρύ γλυκό καφέ
λουφάζει στο σαλόνι
Δουλειά και σπίτι και δουλειά
σαράντα τόσα χρόνια
πώς μεγαλώνουν τα παιδιά
έτσι τελειώνουν όλα αυτά
θυμάται και χαμογελά
ο κύριος Αριστείδης
Μια Κυριακή απόγευμα
στο δρόμο της Δευτέρας
λιγάκι πριν το ξύπνημα
άλλης μιας ίδιας μέρας
Σηκώνεται απ’ τον καναπέ
και την οθόνη σβήνει
βουτάει το καπέλο του
την πόρτα πίσω κλείνει
ο κύριος Αριστείδης
Τους δρόμους παίρνει στα τυφλά
μονάχος μεσ’ στην πόλη
πόρτες παράθυρα κλειστά
κι αναρωτιέται σιωπηλά
πού να χαθήκαν όλοι
Κατέβηκε στον Πειραιά
λιγάκι πριν τη δύση
με μια συνήθεια παλιά
στο κύμα να μιλήσει
Ένα καράβι όνειρα
μια νύχτα θ’ αρματώσει
και σε απόμακρο νησί
θα πάει να ξεφορτώσει
Ελπίδες, όρκους, έρωτες
ευχές και παραδόσεις
και μια ζωή αντιπαροχή
μία ζωή με δόσεις
ο κύριος Αριστείδης
Με τις πιτζάμες τις ριγέ
μπροστά στη γκρίζα οθόνη
κι ένα βαρύ γλυκό καφέ
βουλιάζει στο σαλόνι
This lyrics has been read 304 times.