Πόση ώρα χρειάζεται ο σάπιος ήλιος
να μαυρίσει την ψυχή ενός κόκκινου ρόδου;
Η ζηλόφθονη λάμψη του βιγλάτορα πόνου
να στολίσει κακία το μακάβριο σώου;
Πόση ο φαύλος αέρας για να σπάσει ο μίσχος;
Θερινή δροσιά παγωνιά θανάτου
να ξεριζώσει τα φύλλα να τα κάνει δικά του,
να τα στείλει πεσκέσι στα δαιμόνια του βάλτου;
Πόση ώρα χρειάζεται η πνιγερή βροχή
με μελωδία μονότονη τα φύλλα να τσακίσει,
με μια άγρια, άρρωστη χαρά το ύψος του να σβήσει,
το αυθάδες αριστούργημα να νεκροφιλήσει.
Πώς να φυλάξουν τ’ αγκάθια από τα στοιχειά της φύσης,
την απέραντη ομορφιά ενός μικρού ονείρου
που καταδικάστηκε εκεί να υπάρχει;
Πώς καταφέρνεις να ζήσεις μέσ’ τον εφιάλτη;