Μια νύχτα καλοκαιρινή, υγρή στη Λισσαβόνα,
ονειροπόλος ποιητής χαϊδεύει τη σιωπή·
ο φόρος της διάνοιας πληρώνεται μ’ αγρύπνια
αγρίμι είναι που κρύβεται σε σώμα λογιστή.
Απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο κοιτά τους άδειους δρόμους.
Τη μέρα ειν’ ένα τίποτα. Το βράδυ ειν’ «εγώ»,
που κάθεται καρτερικά στην έρημη αποβάθρα,
να πάρει την κλινάμαξα που πάει στην άβυσσο.
Ανακαλεί τη θλίψη του, την αστραπή της γνώσης,
για κάθε του παρόρμηση που άφησε κρυφή
κι απ’ το βιβλίο του Ιώβ χειροκροτά τη φράση:
«Κουράστηκε η ψυχή μου απ’ τη ζωή».
Γλυκά θ’ ανοίξει η κλειδαριά της πόρτας για το Σύμπαν,
ο υπάλληλος Πεσόα θ’ αφήσει τις σκιές
και μένα, που ξαγρύπνησα, με πιάνει η ανησυχία,
αν είναι οι αναμνήσεις μου ψεύτικες ή σωστές.