Μ’ ένα γαρύφαλλο στ’ αυτί πρώτος σε κάθε μια γιορτή,
μετά φαντάρος. Και τώρα έρημο κορμί γιατί έτσι τα `φερε
η στιγμή χωρίς συντρόφους και χωρίς κανένα θάρρος.
Πού να με πας πού να με πας, πού να με σεργιανίσεις,
τον πόνο που `χω στην καρδιά δε θα τον σβήσεις.
Έτσι που τα `φερε ο καιρός να ζει μονάχα ο τυχερός
τι θες να κάνω; Μήπως δεν καίγουμ’ ο φτωχός μες στο καμίνι
συνεχώς, σ’ αυτό που μ’ έριξες εσύ για να πεθάνω.
Πού να με πας πού να με πας, πού να με σεργιανίσεις,
τον πόνο που `χω στην καρδιά δε θα τον σβήσεις.
Σε δυο σου λόγια ακουμπώ δεν έχω δύναμη να μπω
στο πρώτο τρένο, που θα με πάρει να σωθώ κι από κοντά σου
να χαθώ, μακριά από σένα που με διώχνεις και πεθαίνω.
Πού να με πας πού να με πας, πού να με σεργιανίσεις,
τον πόνο που `χω στην καρδιά δε θα τον σβήσεις.