Δεν έδωσες σημεία ζωής
με τα επεισόδια που γίνονταν το βράδυ
μυστηριωδώς χάνονταν κάποιοι
χωρίς να τους αναζητά μετά κανείς
Κι έπειτα το τηλέφωνο χτυπούσε συνεχώς
το σήκωνα νομίζοντας πως θα ’σουνα εσύ
μα ήταν διάφοροι που ρωτάγανε πώς είμαι
και πώς περνάει ο καιρός
Άδειες είναι οι άδειες Κυριακές
δε μ ’αρέσουν οι Δευτέρες
πώς λιγοστεύανε οι μέρες
ενώ οι νύχτες ντύνονταν λευκές
Κι εμείς αλλάζαμε δέρμα και μορφή
εμείς αλλάζαμε σχήμα και ιδέα
έπεται η καινούργια νεολαία
σαρωτική
Έτσι βγήκες απ’ τη ζωή μου μια φορά
εγώ συνέχισα να ξυπνάω αργά το μεσημέρι
ν’ ακούω ξένη μουσική
και ν’ αλλάζω αυτοκίνητα
Γιατί ο δρόμος είναι πάντα ατέλειωτα μακρύς
ασφάλτινος γεμάτος εραστές της λήθης
καμμιά φορά χάνονται κάποιοι
χωρίς να τους αναζητά μετά κανείς