Όσοι καλά τον είδανε και λίγο τον γνώριζαν
το παλληκάρι του Πασά, το πρώτο το αγόρι.
το βράδυ εκείνο το πικρό και το στερνό του Διάκου
πως έτρεμε και διάβαινε και πως επαραμίλιε
γιατί βαθειά αγάπαγε του Διάκου τ’ άγια μάτια
έρως βουβός και δήμιος που τούτρωγε τα σπλάχνα
τη διαταγή σαν άκουσε κόπηκε κι η ζωή του
που να στραφεί, που να το πει, και να το μολοίσει
αμάν μονάχα φώναξε και το φεγγάρι βγήκε
μεγάλο, κίτρινο πολύ, με φως σαν πεθαμένο
το τουμπελέκι βάραγε τ’ ασκέρι χασκογέλα
κι οι ίσκιοι με τον ίσκιο του κρυφά παιχνίδια έπαιζαν
κι αυτός στοιχειό μες στα στοιχειά εδάγκωνε τα χέρια
και οι φωτιές θολώσανε από τ’ αγνό του δάκρυ
κι ως είδε να τον παίρνουνε κι αντίκρυσε την όψη
Θανάση είπε ο θάνατος εσέ δε θα σε πάρει
κάλλιο εμένα πρώτιστα παρά να δω το φόνο
να δω, ν’ ακούσω την ψυχή να βγαίνει από το στόμα
που πρώτα έφτιαξ’ ο Θεός κι ύστερα τους ανθρώπους
κι ως η κραυγή του Διάκονα του βγήκι απ’ το στομάχι
το είναι μάτωσε του νιου κι η Αλαμάνα όλη
κι ο γυιός εκείνου του Αγά έχασε πια το νού του
κι ο ίδιος χάθη των ετών κι ίσως εδώ γυρίζει.