Όταν φιλώ τα δυο σου χείλια,
νιώθω αμέσως μαύρη ζήλεια
κι όταν κοιτώ τα δυο σου μάτια,
από τη ζήλεια γίνομαι κομμάτια.
Όταν τις μπούκλες σου χαϊδεύω,
αρχίζω πάλι να ζηλεύω
κι ενώ η ζήλεια μού ταράζει την ψυχή
κάνω μονάχος μια παράξενη ευχή.
Δεν ήταν να 'σουνα λιγάκι στραβοκάνα,
ν’ αλληθωρίζαν τα ματάκια σου τα πλάνα,
να είχες μούσι και μουστάκι,
να ήσουν και τραυλή λιγάκι,
να 'σουν φαφούτα, ζαρωμένη,
με κρφάλι φαλακρό, όπως τ’ αυγό.
Να ήσουν ίσια μπρος και πίσω, σαν σανίδα,
να 'ταν η γάμπα σου σαν οδοντογλυφίδα,
να είχες μύτη τραγωδία, να είχες και πλατυποδία,
να φέυγουν όσοι σε κοιτούσαν
κι έτσι δε θα ζήλευα κι εγώ.
Μα όταν το σκεφτώ λιγάκι
πως θα φιλούσα ένα μουστάκι
και πως θα μου 'καναν ναζάκια
τα δυο τ’ αλλήθωρά σου τα ματάκια.
Ότι θα χάιδευα λιγάκι
το φαλακρό σου κεφαλάκι,
θα είχα ήσυχη, βεβαίως, την ψυχή,
μα πώς θα είχα, αγαπούλα μου, αντοχή.
Να 'χω κοντά μου μια μικρούλα στραβοκάνα,
ν’ αλληθωρίζουν τα ματάκια της τα πλάνα,
να έχει μούσι και μουστάκι,
να είναι και τραυλή λιγάκι,
να 'ναι φαφούτα, ζαρωμένη,
με κρφάλι φαλακρό, όπως τ’ αυγό.
Χίλιες φορές να λυώσω απ’ τη μαύρη ζήλεια
για τα ματάκια σου, τα κόκκινα σου χείλια,
για τα γλυκά σου τα ματάκια,
για τα κομψά σου τα γαμπάκια,
ας τυραννιέμαι κι ας χτυπιέμαι
κι ας ζηλεύω μέρα - νύχτα εγώ.