Λουδοβίκος των Ανωγείων - Να του δώσω θέλω γρόσια να δω τι θα τα κάνει Lyrics
Παραδοσιακό Ελληνικό παραμύθι.
Ήταν ένας φτωχός με πολλά παιδιά που δούλευαν με τη γυναίκα του
όλη μέρα. Κάθε βράδυ που ήταν κουρασμένοι ήθελαν να φάνε το
ψωμάκι τους ήσυχα κι αναπαμένα και πριν να πιάσει ο πατέρας τη
λύρα του, να χορεύουν τα παιδιά και να περνούν ζωή χαρισάμενη.
Δίπλα καθόταν ένας πλούσιος και σαν άκουγε κάθε βράδυ τα γέλια
και τις χαρές του φτωχού παραξενευόταν.
- Πως εγώ μαθές δεν είμαι ευχαριστημένος κι αναπαμένος σαν αυτόν.
Όλη μέρα δουλειά και το βράδυ γλέντι, λέει.
Να του δώσω θέλω γρόσια, να δω τι θα τα κάνει.
Πάει, βρίσκει το φτωχό και του λέει:
- Επειδή σε ξέρω τίμιο άνθρωπο, να! σου δίνω χίλια γρόσια
ν’ ανοίξεις πραμάτεια, ό,τι θες κι αν πλουτίσεις μου τα δίνεις
ειδεμή σου τα χαρίζω.
Όλη μέρα πια ο φτωχός εσυλλογιόταν τι να τα κάνει τόσα γρόσια.
Τα φέρνει από δω, τα φέρνει από κει,
- ν’ ανοίξω πραματευτάδικο; να τα βάλλω στον τόκο; να πάρω αμπελοχώραφα;
Έρχεται το βράδυ, ούτε λύρα να πιάσει... μιλιά ... κιχ δεν έκαναν τα παιδιά του. Να γελάσουν; τα μάλωνε.
Όλη νύχτα δεν έκλεισε μάτι απ’ τη συλλογή. Την άλλη μέρα ούτε σε
μεροκάματο να πάει, ούτε πουθενά έξω από τη συλλογή. Τον ερωτάει
η γυναίκα του τι έχει. Να το κάνει να γελάσει. Αυτός την εμάλωσε.
Να τον αφήσει ήσυχο.
Ο πλούσιος περνά μια βραδιά, περνά άλλη, περνούν τρεις,
ούτε λύρα ν’ ακούσει, ούτε γέλια, ούτε χορό των παιδιών.
Το πρωί βλέπει το φτωχό να έρχεται:
- Να χριστιανέ, πάρε τα γρόσια σου κι ούτε αυτά θέλω, ούτε τη
σκοτούρα τους.
Από τότε πάλι στο σπίτι του χαρούμενος ο φτωχός, έπαιζε τη λύρα,
χόρευαν τα παιδιά του σαν και πρώτα και τ’ άλλο πρωί πάλι στη δουλειά.