Καημοί του λιμανιού
δεμένοι σε μουράγια γκρεμισμένα,
συντρίμμια του παλιού καιρού
καράβια μ’ άλμπουρα σπασμένα,
φαντάσματα στην ερημιά.
Ανοίχτε βράχια και βουνά
και κλείστε με βαθιά
στη μαύρη αγκαλιά σας,
για να χαθώ,
δεν θέλω πια να ζω.
Καημοί του λιμανιού
γινήκαν των ψαράδων τα τραγούδια
κι ανάψαν ντέρτια στα παιδιά
τρελές φωτιές στα κοπελούδια,
που παίζουν στην ακρογιαλιά.
Ανοίχτε βράχια και βουνά
και κλείστε με βαθιά
στη μαύρη αγκαλιά σας,
για να χαθώ,
δεν θέλω πια να ζω.