Έλα να δεις τον τόπο μου
που λάμπει σαν πετράδι,
που 'χει το μάτι ακοίμητο
στο φως και στο σκοτάδι.
Έλα να δεις τον τόπο μου
στου φεγγαριού τη χάση
κι έλα να κάνεις έρωτα
κοντά στ’ ακροθαλάσσι.
Μέτρα τα δέντρα στο βουνό
κι όλους τους πονεμένους,
μέτρα όσες μάνες καρτερούν
και τους ξενητεμμένους.
Πού να πάμε, αλήθεια, πού να πάμε,
αυτός ο τόπος μας ματώνει και μας καίει,
μα τον πονάμε, αλήθεια, τον πονάμε,
πού να πάμε.
Έλα να δεις τον τόπο μου,
να πιεις κρασί μαζί μας,
μέσα σ’ ανεμοθύελες
επέρασ’ η ζωή μας.
Έλα να δεις τ’ απίστευτα,
ξερό, ν’ ανθίζει, κλήμα,
και το πουλί της λεβεντιάς
να κελαηδάει στο μνήμα.
Μέτρα τ’ αγριοκάτσικα,
καπνότοπους κι αμπέλια,
από το θάνατο ζωή
κι από το δάκρυ γέλια.
Πού να πάμε, αλήθεια, πού να πάμε,
αυτός ο τόπος μας ματώνει και μας καίει,
μα τον πονάμε, αλήθεια, τον πονάμε,
πού να πάμε,
αυτός ο τόπος μας ματώνει και μας καίει,
μα τον πονάμε, αλήθεια, τον πονάμε,
πού να πάμε, αλήθεια, τον πονάμε,
πού να πάμε.