Τίποτα δε μου έχει φανεί πιο αληθινό,
από ετούτη τη στιγμή.
Αλλά ετούτη η στιγμή με στέλνει πίσω.
Ή πολύ μπροστά, που αυτό μοιάζει με LEGO,
LEGO από αυτά, που είμαι σίγουρη γι αυτά.
Όταν είμαι ευχαριστημένη, από ετούτη τη στιγμή,
τότε το LEGO παίρνει τα χρώματα που θέλω.
Όμως δεν ξέρω τι σημαίνει χρώματα.
Μου είπε: κόκκινο αίμα, μπλε σκέψεις,
κίτρινη επιτάχυνση,
πράσινη κατάληξη, πορτοκαλί εργασία,
μαύρη απουσία-εξουσία,
άσπρο ότι είναι πιο δυνατό από μας,
αυτό που έγινε πριν από μας και δεν θα τελειώσει.
Κι εγώ της απάντησα.
Νταίζη η στιγμή είναι εντελώς ακριβή.
Δουλεύουμε και τη βγάζουμε σε
χαρτονομίσματα καινούρια και μετά καταλαβαίνουμε
ότι εμείς βγάζουμε τα καινούρια χαρτονομίσματα,
μετά τα τρώμε, μετά τα χέζουμε και μετά λέμε
ότι χεστήκαμε στα λεφτά.
Πες με τρεις λέξεις το πολύ,
τι έκανες όταν σε αδικήσανε.
Βρέχει λίγο. Και μετά σταματάει.
Ότι είναι λίγο μ’ εκνευρίζει. Είναι παθητικό.
Τώρα όμως ξαφνικά βρέχει πολύ.
Αλλά κι αυτό δε μου λέει τίποτα.
Γιατί έχω βγάλει πολλά ρούχα για
στέγνωμα και πότε θα στεγνώσουν.
Ε καλά. Αν δε στεγνώσουν σήμερα,
θα στεγνώσουν αύριο. Μεθαύριο.
Δεν είμαι πια κανένα παιδί,
να κρατιέμαι από τη στιγμή.
Κατακλυσμός.
Οι κλονισμοί του υπεδάφους δεν είναι πια της μόδας.
Μια μαύρη γάτα συνήθισε να κάθεται
στο μαξιλάρι της βεράντας μου.
Μόλις τη φωνάξω ψιτ, αυτή φεύγει
κι εγώ εξακολουθώ να τη θέλω.
Ζεστές μάζες αερίων εκτοπίζουν τις ψυχρές,
με αποτέλεσμα να μετακινείται το λαμπατέρ,
όταν από κάτω ανάβω ένα κερί.
Δεν υπάρχει λοιπόν μυστήριο. Υπήρχε μόνο
ότι αυτός ήθελε εμένα, κι εγώ ήθελα αυτόν.
Υπάρχει ακόμα και ο αντικατοπτρισμός
από το αναμμένο κερί, απάνω στο τετράγωνο τζαμάκι.
Αυτός με χωρίζει τώρα από την μπουγάδα.
Κι από τον κόσμο όλο.
Και δε θα περάσει ποτέ στην ιστορία.
Δεν είναι κοινού ενδιαφέροντος.
Δεν είναι επαναστατικός.