Μες στη ντουλάπα κρέμονται ακόμα οι γραβάτες,
γραβάτες του πατέρα μου, χρόνια χωρίς αυτόν.
Ριγέ, καρό, μονόχρωμες, πουά και λουλουδάτες
μετά το μεροκάματο, χτίστης οικοδομών.
Σαν δικαστής τις φόραγε, τις είχα συνηθίσει,
δεμένες κόμπο στο λαιμό, στο μήλο του Αδάμ.
Σαν ένα ποίημα που μικρή το είχα αποστηθίσει
και μια στιγμή απρόσμενη έκανε εντός μου μπαμ.
Μες στη ντουλάπα κρέμονται ακόμα οι γραβάτες
γραβάτες του πατέρα μου απ’ τον καλό καιρό.
Κι αν τις φοβάμαι είναι που σαν τις παλιές αγάπες
έρχονται μες στον ύπνο μου για να απολογηθώ.
Σαν δικαστής τις φόραγε, τις είχα συνηθίσει,
δεμένες κόμπο στο λαιμό, στο μήλο του Αδάμ.
Σαν ένα ποίημα που μικρή το είχα αποστηθίσει
και μια στιγμή απρόσμενη έκανε εντός μου μπαμ.
Θα λύσω όλους τους κόμπους τους μια νύχτα
και θα δέσω τη μια μετά την άλληνε και όλες στη σειρά.
Θα φτιάξω μια ολοκαίνουρια που όταν τη φορέσω
θα λάμπω στο ταβάνι μου σαν ήλιος με φτερά.