Στον ύπνο μου είδα τον παλιό μου κουρέα
Είχε την άνοιξη τριγύρω του και φύλλα
Συνταξιούχος με μια χλαίνη και μ’ άρβυλα
Του φίλησα το χέρι σαν αρχιερέα
Μες το κουρείο του Κλουβιά, γλάστρες με αστέρι
Η κάρτα του έγραφε: όπισθεν Δηλαβέρη
Οινόπνευμα, ξυράφια, οι μηχανές του.
Ποτέ δεν άκουσε κανένας τις φωνές του.
Βρήκα στον δρόμο τον κουρέα μου άλλων χρόνων.
Είχε περάσει τα εκατό βομβαρδισμένος.
Με ίσια μαλλιά και κατσαρά ήταν πνιγμένος.
Πελάτες του όλοι θαυμαστές των δολοφόνων.
Μια ρόμπα κάτασπρη καλά κολλαρισμένη
Στην τσέπη του έκρυβε μια τούφα αγιασμένη.
Κρυφά τη χάιδευε τις ωύχτες, αναλόγως
Λες και τον είχε συνεπάρει κάποιος τζόγος.
Κρατούσε πάντα φυλαχτό απ’ τους πελάτες
Κάτι ελάχιστο από εκείνα τα μαλλιά τους.
Κι αφού δεν ήξερε να παίρνει απ’ την καρδιά τους
Γνώριζε τρόπους για να ζει με αυταπάτες.
Και καλλιτέχνες και υπάλληλοι κι εργάτες.
Όλοι στα χέρια του γινόνταν μαθητές του.
Και στρατηγοί και δεκανείς και οι αθλητές του
Στις αγορές κυκλοφορούσαν στρατηλάτες.