Έναν λεβέντη αγαπούσε η Μαριώ,
που ήταν παλληκάρι όλο νιάτα,
και το `χει μάθει τώρα το χωριό
πως αγαπάει κι αυτός τη μαυρομάτα.
Δε θέλουν απ’ το σπίτι τον γαμπρό
και μέρα - νύχτα τηνε τυραννούνε
μα δεν αλλάζει γνώμη η Μαριώ
και σ’ όλους λέει, όταν την ρωτούνε:
"Αυτόν που θέλω εγώ θα παντρευτώ,
αυτόν που αγαπώ με την καρδιά μου,
αλλιώς, το έχω βάλει πια σκοπό
να μην φορέσω στέφανα του γάμου."
Φεύγει ο καλός της για να πάει στην ξενητειά,
να κάνει βιος και να `ρθει να την πάρει,
κι εκείνη ετοιμάζει τα προικιά
ώσπου να `ρθεί το άξιο παλληκάρι.
Χρόνια περνούν κι η δόλια η Μαριώ
ακόμα τον λεβέντη περιμένει,
και διώχνει κάθε άλλο προξενιό
κι ας είναι η νιότη, τώρα πια, σβυσμένη.
"Αυτόν που θέλω εγώ θα παντρευτώ,
αυτόν που αγαπώ με την καρδιά μου,
αλλιώς, το έχω βάλει πια σκοπό
να μην φορέσω στέφανα του γάμου."