Φως χαμηλό, σάρκα γυμνή
γέλια, τραγούδια, καπνοί
στους στεναγμούς των σαξοφώνων
κάνει σεγκόντο το σιφόν
στην πίστα στροβιλίζονται
ζευγάρια μεθυσμένα
και ξεψυχάνε καταγής
λουλούδια πατημένα.
’’Γκαρσόν, γκαρσόν σε παρακαλώ
φέρε σαμπάνια στη Λολό’’...
φωνάζει κάποιος κύριος
από μεγάλο τζάκι
κι ενώ η τζαζ μπαντ ξαναρχινά
η Μανταλένα κι η Νανά
σκοπό χορεύουν ρώσικο
ντυμένες σαν Κοζάκοι...
Στην Παριζιάνα την Ριρή
’’Σας γνώρισα και στο Παρί’’
λέει ένας με μονύελο
και λαμπερή χωρίστρα
και μια παρέα ταχτική
απαίτησις τρομαχτική
κάποιο σκοπό σερέτικο
ζητάει απ`την ορχήστρα...
Η Νίνα, η Λούση κι η Λιλή
ακούν τη Ρένα που μιλεί
για κάποιον που τσιμπήθηκε
μ`αυτήνε τελευταίως.
Και με ματιές γοργές η Αννίς
πρώην Φροϊλάιν Γερμανίς
κάναν πελάτη κουβαρντά
αναζητά ματαίως...
Σε μια γωνιά ο φοιτητής
που`ναι συγχρόνως ποιητής
κι ένας πιο πέρα μοναχός,
ποτήρια αδειάζει συνεχώς
στην ιστορία την ψεύτικη
προσέχει της Λιζέτας
για να ξεχάσει ολότελα
τα μάτια της Ζωρζέτας.
Πότε αντηχούν κρυφά φιλιά
πότε θρηνούνε τα βιολιά
κάποια Σπανιόλα αμφίβολη
τις μάρκες καμαρώνει,
ακόμα δύο κουαντρο’’
και θα ξοφλήσει το γιατρό
ε, κι ας πηγαίνουμε παιδιά
σε λίγο ξημερώνει...