Κώστας Χαριτάτος - Η μπαλάντα του Δον Κιχώτη Lyrics

Γεννήθηκα στου ήλιου τ’ ανηφόρι,
ποιος να θυμάται τώρα αν ήτανε γιορτή,
η μάνα μου το χάρηκε κι ακόμη
δυο - τρεις παράξενοι και δυο περαστικοί,
η μάνα μου το χάρηκε κι ακόμη
δυο - τρεις παράξενοι και δυο περαστικοί.
Η μέρα που πρωτόκλαψα, Τετάρτη,
ίσως, στ’ αλήθεια, να 'ταν μόνο Κυριακή,
λένε πως γέλασα στο πρώτο μου το χάδι
και Δον Κιχώτη με βαφτίσαν χωρικοί,
λένε πως γέλασα στο πρώτο μου το χάδι
και Δον Κιχώτη με βαφτίσαν χωρικοί.
Πες μου ποια είναι η απόσταση απ’ το τώρα,
σάμπως ν’ αλλάξανε στις μέρες μας τα πράγματα πολύ,
τους μύλους κυνηγάμε στ’ όνειρό μας,
της περιπέτειας, για πάντα, νοσταλγοί,
τους μύλους κυνηγάμε στ’ όνειρό μας,
της περιπέτειας, για πάντα, νοσταλγοί.
Μεγάλωνα σαν έπεφτε το βράδυ,
ώρα την ώρα σηκωνόμουν απ’ τη γη
και λίγο πριν να φτάσω το φεγγάρι,
κάποιοι με πήραν και με κλείδωσαν στη γη,
και λίγο πριν να φτάσω το φεγγάρι,
κάποιοι με πήραν και με κλείδωσαν στη γη.
Μού φαίνεται, μια μέρα, πως θα λυώσω,
σαν το λαδάκι στο καντήλι θα σωθώ
κι αν κάτι είναι που δε θα μετανιώσω,
είναι που τόσο το λαχτάρησα να ζω,
κι αν κάτι είναι που δε θα μετανιώσω,
είναι που τόσο το λαχτάρησα να ζω.
Πες μου ποια είναι η απόσταση απ’ το τώρα,
σάμπως ν’ αλλάξανε στις μέρες μας τα πράγματα πολύ,
τους μύλους κυνηγάμε στ’ όνειρό μας,
της περιπέτειας, για πάντα, νοσταλγοί.
Τους μύλους κυνηγάμε στ’ όνειρό μας,
της περιπέτειας, για πάντα, νοσταλγοί.
This lyrics has been read 340 times.