Πες μου, του λέει, και κρεμιέται στο στόμα του,
τι ακολουθεί σαν πεθαίνει κανείς;
Τι απομένει απ’ τ’ ακίνητο σώμα του;
Πες μου αν υπάρχει ψυχή.
Κοίτα, μια κάμπια κεντά το κουκούλι της,
μόλις τελειώσει πεθαίνει κι αυτή.
Μια πεταλούδα, όμως, παίρνει τη θέση της,
και συνεχίζει να ζει.
Γι’ αυτό που σού ‘πα, ο θάνατος με μισεί,
του αρέσει να ‘ν’ τρομερός,
Ειν’ βασιλιάς δίχως να ‘χει βασίλειο,
μα δεν το ξέρει ο λαός.
Πες μου, του λέει και κρεμιέται στα χείλη του,
πώς να πιστέψει κανεις;
Ο ένας τρόπος, της λέει, είναι ν’αγαπάς
κι ο άλλος να μη μισείς...