Η Έλλη τον θέλει,
σε μπαρ πριν δυο μήνες γνωρίστηκαν.
Κάτι είχανε, κάτι δανείστηκαν
και όλα αρχίσαν με μέλι.
Την έβρισε Πέμπτη του γάμου τους,
δεν πρόλαβε να σιδερώσει.
Δεν είχε λεφτά να του δώσει,
η Έλλη τον θέλει.
Γκριζάρει ο ουρανός το Γενάρη
και άνοιξη δε λέει, να πάρει.
Δε χόρτασα βάρος,
δεν έχω πια θάρρος.
Δεν έχω ό,τι θέλω,
δε θέλω ό,τι έχω.
Την έδειρε μπρος σ’ ένα φίλο του,
γιατί δεν του φέρθηκε ωραία.
Δεν τού ‘κανε, λέει, παρέα,
η Έλλη δεν ξέρει τι θέλει.
Η φίλη της η Αφροδίτη,
ας είναι καλά που όλο τρέχει.
Διαρκώς τη ρωτά πώς αντέχει,
και πώς και δε φεύγει απ’ το σπίτι.
Γκριζάρει ο ουρανός το Γενάρη
και άνοιξη δε λέει, να πάρει.
Δε χόρτασα βάρος,
δεν έχω πια θάρρος.
Δεν έχω ό,τι θέλω,
δε θέλω ό,τι έχω.
Δυο δόντια της έσπασε Τρίτη,
Τετάρτη πρωί είχε φύγει.
Της φέραν γιατρό, είχε ρίγη,
τη νύχτα εκεί, η Αφροδίτη.
Η Έλλη την θέλει,
Κι οι δυο στις ζωές τους ορκίστηκαν.
Κάτι είχανε, κάτι δανείστηκαν,
Κι η Έλλη και ξέρει και θέλει.
Γκριζάρει ο ουρανός το Γενάρη
και άνοιξη δε λέει, να πάρει.
Δε χόρτασα βάρος,
δεν έχω πια θάρρος.
Δεν έχω ό,τι θέλω,
ας θέλω ό,τι έχω.