Θέλεις δέκα, το ένα ακριβό
και δεν έχω δώρα να σου χαρίσω.
Δέκα ανάγκες, κι ειν’ το δάκρυ φτηνό
και δεν έχω τρόπο να σε κερδίσω, να πω.
Δέκα φεύγεις, τη μια θα σταθείς,
θέλω νά ‘μαι ο δρόμος που θα φρενάρεις.
Δέκα όχι λες, τη μια θα δοθείς,
πώς να σε τυφλώσω, πως είμ’ εγώ να μη δεις.
Και χάνω αίμα,
κλειστός σαν δέμα,
όταν με παρατάς.
Όταν φεύγεις κλάμα,
νυχτιά και τάμα,
να γυρίσεις ξανά.
Δέκα θέλεις, και ‘γω είμαι φτωχός,
δε χορταίνω απάτη, κορμί κι αγάπη.
Δέκα παίρνεις, που είν’ ο κόσμος φτηνός,
στις εκπτώσεις μόνος, μακριά σου μόνος μου ζω.