Ὁ καλόγερος τοὺς λέει νὰ διαλύσουν τὴ βεντέτα1
κι ἀπὸ δίκη δημοσία νὰ περάσουν τὸ φονιᾶ.
Μὰ δὲν ἤθελαν καμία βρὲ νὰ ἀκούσουνε κουβέντα
κι ἔφευγαν ἀρματωμένοι γιὰ νὰ στήσουν παγανιά.
Κι ὁ καλόγερος θυμώνει, τότε τὸ δεξί του χέρι
πρὸς τὸν οὐρανὸ σηκώνει σὰν τὸ δίκοπο μαχαίρι.
Κι ἔξαλλος λέει καὶ οὐρλιάζει, πρὸς τὸ μαῦρο μπαϊρακτάρη2
ποὺ νὰ φύγει ἑτοιμαζόταν τὴν ἐκδίκηση νὰ πάρει:
Διάνα βρὲ νὰ μὴν πετύχει ἀπὸ σᾶς οὔτ᾿ ἕνα βόλι!3
Ἡ μπαρούτη ἡ δική σας νὰ μὴν παίρνει πιὰ φωτιά!
Μὲ τὰ ὅπλα σας γεμάτα, ὄρθιοι νὰ ψοφήσετ᾿ ὅλοι!
Καὶ ἡ φάρα σας νὰ σβήσει, νὰ χαθεῖ ἀπὸ τὰ χαρτιά!
Ὅταν χτύπησαν στ᾿ αὐτιά του τὰ φριχτὰ ἐτοῦτα λόγια
τοῦ λεβέντη μπαϊραχτάρη πού ῾ρθε ἀπὸ τὴν Τροπόγια4,
σκύβει κάτω τὸ κεφάλι καὶ τοῦ λέει: Εἶμαι μέσα,
βρὲς καλόγερε τὴν ἄκρη γιὰ νὰ κλείσουμε τὴ μπέσα!
Κι ἔγινε τότες εἰρήνη στὴ Μεγάλη Μαλεσία5
καὶ στὸ Κόσσοβο, καὶ κάτω μέχρι καὶ τὴ Θεσσαλία.
Κι ὅλοι, Ἀλβανοὶ καὶ Σλάβοι, Βούλγαροι, Ῥωμιοὶ καὶ Βλάχοι,
κατεβάσανε τὰ ὅπλα καὶ τὰ χῶσαν στὸ σελάχι.
This lyrics has been read 500 times.