Φορούσες του Σεπτέμβρη το χρυσάφι
μια νύχτα στην Ανάφη
και πάνω στου κορμιού σου την αλμύρα
σχεδίαζα σοκάκια στην Παλμύρα
Τα μάτια σου, τα χέρια σου, οι ώμοι
βάζουν φωτιά στη Ρώμη
καυτός γίνομαι αέρας να σε γδύσω
κιθάρα αρχαία να σε τραγουδήσω
καυτός γίνομαι αέρας να σε γδύσω
κιθάρα αρχαία να σε τραγουδήσω
Στη Δαμασκό μ’ αφήνεις σ’ ένα δώμα
σε περιμένω ακόμα
σε θόλους αστεριών ψυχρών και μαύρων
ζωγράφισα τον θρήνο των Κενταύρων
Ε ό,τι δεις με έντονα φτιασίδια
τι μου `πες στα στασίδια
αν μπεις σαν Αφροδίτη του ελέους
θ’ αρχίσουν να κινούν πολυελαίους
αν μπεις σαν Αφροδίτη του ελέους
θ’ αρχίσουν να κινούν πολυελαίους
Ο πόθος στο νερό κηλίδα σέπια
κρυώνει δίχως λέπια
κι εγώ έξω από την πύλη της Κορίνθου
να λύνω τα αινίγματα του μύθου
Αντί να σε φιλάω στα χειλάκια
σου φτιάχνω ποιηματάκια
σφιχτά στη γοητεία σου δεμένος
τι κάνει ο άνθρωπος ο ερωτευμένος
σφιχτά στη γοητεία σου δεμένος
τι κάνει ο άνθρωπος ο ερωτευμένος