Δυο ναυτικοί πίνουν ρακί
τα μεσημέρια στο καρνάγιο,
σαν πειρατές από το χτες
που ’χουν σωθεί από ναυάγιο.
Στόμα πικρό και αρμυρό
απ’ της ζωής τους το αλάτι.
Πού είσαι εσύ, πού είμαι εγώ
μέσα στης θάλασσας το χάρτη;
Μια ξενιτιά είν’ η ζωή,
ένα καράβι αναμνήσεις.
Για της αγάπης τη φωτιά
αξίζει όμως να τη ζήσεις,
για της αγάπης τη φωτιά
αξίζει πάλι να τη ζήσεις.
Δυο ναυτικοί στη φυλακή
της νοσταλγίας ζωγραφίζουν,
και στα παλιά με μια γουλιά
και μ’ ένα δάκρυ αρμενίζουν.
Παραμιλούν και απειλούν,
θέλουν εκδίκηση να πάρουν.
Είν’ η στεριά πολύ βαριά,
ψάχνουνε πάλι να μπαρκάρουν.
Μια ξενιτιά είν’ η ζωή,
ένα καράβι αναμνήσεις.
Για της αγάπης τη φωτιά
αξίζει όμως να τη ζήσεις,
για της αγάπης τη φωτιά
αξίζει πάλι να τη ζήσεις.