Του Λαΐνη το κρασί, το πίνουν άνδρες κολοσσοί
με δυο ποτήρια μόνο, σβήνουν κάθε πόνο.
Και οι όμορφες κυρές, με τις μακριές ουρές
σαν ρουφήξουν κοκκινέλι, το γυρίζουν τσιφτετέλι.
Το κρασί είν' ο θεός που ο κόσμος προσκυνάει
σαν το πιεί νομίζει πως όλη τη γη κουνάει.
Το ρουφά, το ρουφά για να ξεχάσει ο μπεκρής
στο κρασί τις πίκρες της ζωής.
Και στη ζούλα ο θεός, που είναι μπέκρος ξακουστός,
καντάρια κατεβάζει κι ύστερα τα σπάζει.
Με βροντές και αστραπές, ε ρε τι ζόρικος γλεντζές
το μεράκι σαν τον πιάσει καταβρέχει όλη την πλάση.
Το ρουφά, το ρουφά για να ξεχάσει ο μπεκρής
στο κρασί τις πίκρες της ζωής.