Ο Σατανάς της γειτονιάς
ήτανε όμορφος σαν άγγελος,
τρομακτικός όπως ο κάθε εκπεπτωκώς,
απ’ το σκοτάδι ερχόταν, μα έφερνε το φως.
Δεν είχε τίποτα που δεν είχε ο Θεός,
μα ήταν άνθρωπος.
Μαζί πετούσαμε στον ύπνο μας συχνά
πάνω απ’ τα σπίτια και τ’ αυτοκίνητα·
έπαιρνα δύναμη από τη δύναμή του,
κι εγώ γινόμουνα μικρός θεός μαζί του.
Κι όλοι τα μάτια του έτρεμαν
που έβγαζαν φωτιές,
τα εφηβικά τα στήθη, τα δηλητηριώδη
(το δέρμα του άλλαζε, αφού),
τα χείλη τα σαρκώδη.
Ο Σατανάς της γειτονιάς
ήτανε άπιαστος σαν όνειρο.
Ποτέ δεν ήταν συνειδώς στα εγκλήματά του,
γι’ αυτό ακολούθησα κι εγώ τα βήματά του.
Πάνω του έφερε της Άνοιξης το φως,
μάλιστα κάποιοι είπαν πως ήταν ο Χριστός...
Μαζί πετούσαμε στον ύπνο μας συχνά
κι ήταν μαγεία η γειτονιά από ψηλά
και ένας βόμβος που αντηχούσε στο κενό
έκανε ακόμα πιο σκληρό τον ουρανό.
Κι όλοι τα μάτια έκλειναν
και κράταγαν τ’ αφτιά,
να μην ακούνε, να μη βλέπουν, να μην ξέρουν,
να μην πιστέψουν τελικά
πως όλοι εδώ υποφέρουν.