Λαούτο εδικάζανε και ένα βιολί απ'την άλλη
πως όποιο θα'βγει δευτερο φωνή ξανά μη βγάλει
κόρη χτυπάει κατάστηθα πέτρα χορδή σαίτα
παίρνουν τα πόδια της φωτιά
και από το λαούτο γλύκα.
Το χάρηκε ο δικαστής μα ένιωσε να δακρύσει
σαν του βιολού ένα κούρδισμα μιλάει και ψυθιρίζει
και ευθύς με μια του δοξαριά κατάστηθα λαβώνει
πόνο σε νέου την καρδιά και τον εθανατώνει.
Μέσα αιτιές τετράχορδες δοξάρια αδελφωμένα
στάζουν μέλια και ρακές σε χείλια πικραμένα
χαρά και πόνος παν μαζί που όποιος τα δικάζει
στέκει το πόθου δικαστής στου κόσμου το μαράζι.