Να ‘χα καρδιά απο σίδερο,
να μη βογγάει στον πόνο
και μια ψυχή αναίστητη,
ίδια με τη δικιά σου,
για να μπορώ ν’ανέχομαι
τα τόσα βάσανά σου.
Εσύ, βρε τρισκατάρατε,
θα είσ’ο δήμιός μου,
εσύ η μαύρη μοίρα μου,
εσύ ο θάνατός μου.
Μάνα γιατί με γέννησες
και με ‘κανες γυναίκα,
για να τραβώ μαρτύρια,
σαν να ‘μαι κολασμένη,
δε με ‘πνιγες να γλύτωνα,
μανούλα μου, καημένη.
Εσύ, βρε τρισκατάρατε,
θα είσ’ο δήμιός μου,
εσύ η μαύρη μοίρα μου,
εσύ ο θάνατός μου.
Να ‘χα καρδιά απο σίδερο,
να μη λυγάει στ’ανέμια,
αφού με καταδίκασε
η τύχη η δική μου,
να παντρευτώ ένα δαίμονα,
που παίρνει τη ψυχή μου.
Εσύ, βρε τρισκατάρατε,
θα είσ’ο δήμιός μου,
εσύ η μαύρη μοίρα μου,
εσύ ο θάνατός μου.