Όταν με βλέπεις με τα πλοία να μιλώ
το κύμα να πετροβολώ και να το βρίζω,
με πιάνει η πίκρα απ’ το λαιμό ωχ καημέ!
Κι ούτε καρδιά κι ούτε μυαλό δεν τα ορίζω.
Έγιν’ ο νους μου θάλασσα ψυχούλα μου,
βάρκα και ταξιδεύει και πήρε τις ακρογιαλιές
ψυχούλα μου και πάει να σε γυρεύει.
Σαν ξεμπαρκάρουν στο λιμάνι τα σκαριά,
πιάνω τα ξέμπαρκα παιδιά και τα ρωτάω
μη τύχει κι είδαν πουθενά ωχ καημέ!
Τα μάτια σου τα σκοτεινά που λαχταράω.
Έγιν’ ο νους μου θάλασσα ψυχούλα μου,
βάρκα και ταξιδεύει και πήρε τις ακρογιαλιές
ψυχούλα μου και πάει να σε γυρεύει.